ηιοεις

ηιοεις
    ἠϊόεις
    -όεσσα -όεν, gen. όεντος [ἠϊών] adj. с высокими берегами
    

(Σκάμανδρος Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ηιοεις" в других словарях:

  • ηιόεις — ἠϊόεις, εσσα, εν (Α) 1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες 3. πιθ. λιβάδι 4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.… …   Dictionary of Greek

  • ἠιόεις — haunting the shore masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιόεν — ἠιόεις haunting the shore masc voc sg ἠιόεις haunting the shore neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιόεντα — ἠιόεις haunting the shore neut nom/voc/acc pl ἠιόεις haunting the shore masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιόεντι — ἠιόεις haunting the shore masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾐόεις — ἠιόεις haunting the shore masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»